σχεδιάζω

σχεδιάζω

σχεδιάζω, 1) aus dem Stegreif, hurtig, obenhin machen, schnell hinschreiben, übh. Etwas fahrlässig behandeln, betreiben, σχεδιάζοντα λέγειν ὅ τι ἂν τύχῃ, Plat. Sisyph. 387 e; Anaxandrid. bei Ath. XIV, 638 d; Pol. 12, 4, 4. – 2) intrans., nachlässig sein, τοῖς κοινοῖς πράγμασι, in Verwaltung der Staatsgeschäfte, Pol. 23, 9, 12. – 3) in LXX. = ἐγγίζω, von σχεδόν abgeleitet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχεδιάζω — do pres subj act 1st sg σχεδιάζω do pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιάζω — σχεδιάζω, σχεδίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σχεδιάζω — ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν [σχέδιος / σχέδιο] νεοελλ. 1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ 2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί») 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • σχεδιάζω — σχεδίασα, σχεδιάστηκα, σχεδιασμένος 1. απεικονίζω σε χαρτί κάτι, φτιάχνω το σχέδιο κατασκευής του: Σχεδίασε τη νέα πόλη. 2. πρόκειται να: Σχεδιάζει να παντρευτεί μόλις τακτοποιηθεί επαγγελματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχεδιάσει — σχεδιάζω do aor subj act 3rd sg (epic) σχεδιάζω do fut ind mid 2nd sg σχεδιάζω do fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιάσῃ — σχεδιάζω do aor subj mid 2nd sg σχεδιάζω do aor subj act 3rd sg σχεδιάζω do fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχεδιασμένα — σχεδιάζω do perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσχεδιασμένᾱ , σχεδιάζω do perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσχεδιασμένᾱ , σχεδιάζω do perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιαζομένων — σχεδιάζω do pres part mp fem gen pl σχεδιάζω do pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιαζόμενον — σχεδιάζω do pres part mp masc acc sg σχεδιάζω do pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιαζόντων — σχεδιάζω do pres part act masc/neut gen pl σχεδιάζω do pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιασθέντα — σχεδιάζω do aor part pass neut nom/voc/acc pl σχεδιάζω do aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”