σχεδιαστικῶς

σχεδιαστικῶς

σχεδιαστικῶς, adv., aus dem Stegreif, nachlässig, obenhin, Eust. p. 771, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχεδιαστικῶς — off hand indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδιαστικώς — Α επίρρ. πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιάζω, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *σχεδιαστικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”