- σχεδόθεν
σχεδόθεν, adv., von Nahem, aus der Nähe; βάλε, Il. 16, 807; μάχεσϑαι, 17, 359; σχεδόϑεν δέ οἱ ἦλϑεν Ἀϑήνη, Od. 2, 267, vgl. 15, 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχεδόθεν, adv., von Nahem, aus der Nähe; βάλε, Il. 16, 807; μάχεσϑαι, 17, 359; σχεδόϑεν δέ οἱ ἦλϑεν Ἀϑήνη, Od. 2, 267, vgl. 15, 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχεδόθεν — from nigh at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδόθεν — Α επίρρ. 1. (με τοπ. σημ.) α) από κοντά, εκ τού σύνεγγυς β) (συν. χρησιμοποιείται αντί τού σχεδόν) πλησίον, κοντά 2. (με χρον. σημ.) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. εγγύ θεν)] … Dictionary of Greek