- σχετήριον
σχετήριον, τό, das, was hält, abhält, hindert, λιμοῦ Eur. Cycl. 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχετήριον, τό, das, was hält, abhält, hindert, λιμοῦ Eur. Cycl. 135.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχετήριον — check neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετήριον — τὸ, Α 1. μέσο με το οποίο αναχαιτίζεται κάτι και, κυρίως, μέσο θεραπείας («λιμοῡ καὶ τόδε σχετήριον φάρμακον», Ευρ.) 2. είδος στυπτικού φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση, σχετέος) + επίθημα τήριον… … Dictionary of Greek
σχετηρίοις — σχετήριον check neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχετικός — ή, ό / σχετικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει σχέση αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον άλλο, συναφής (α. «σχετικές έννοιες» έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. αιτία και αιτιατό, ωκεανός και πέλαγος β. «πεπρᾱχθαί φησι κατ… … Dictionary of Greek