σχερός

σχερός

σχερός, , ursprünglich das feste Land, die Erdfeste, das Ufer, Gegensatz der Gewässer; als subst. nur bei den Gramm.; sonst findet sich nur ἐν σχερῷ, Pind. N. 1, 69. 11, 39 I. 5, 22, im festen Zusammenhange, ununterbrochen fort, hinter einander, von Ort u. Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 912 u. ἐνσχερώ u. ἐπισχερώ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σχερός — in a line masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχερός — (I) ὁ, Α (μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ τού ρ. ἔχω* (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα ρός (πρβλ. κυδοός)]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • σχερῷ — σχερός in a line masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχερόν — σχερός in a line masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξερόν — ξερόν, τὸ (Α) η ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ξερόν με σημ. «ξηρά» μαρτυρείται στην Οδύσσεια και έχει συνδεθεί με το επίθ. ξηρός*. Το βραχύ φωνήεν τού ξερόν, συγκριτικά με το μακρό φωνήεν του ξηρός, έχει ερμηνευθεί είτε ως βράχυνση για μετρικές ανάγκες… …   Dictionary of Greek

  • Amerias — (Greek: Ἀμερίας, 3rd century BC) was an ancient Macedonian lexicographer, known for his compilation of a Glossary entitled (Γλῶσσαι Glossai terms,words ). Αnother of his works was called Ῥιζοτομικός, Rhizotomikos (ῥίζα + τέμνειν rhiza + temnein,… …   Wikipedia

  • Phéaciens — Ulysse à la cour d Alcinoos, par Francesco Hayez (1813 1815) Dans la mythologie grecque, les Phéaciens[1] (en grec ancien …   Wikipédia en Français

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • Σχερία — Το νησί των Φαιάκων, όπου κατά τον Όμηρο, είχε εξοκείλει ο Οδυσσέας. Κατά την παράδοση, είχαν κατοικήσει σ’ αυτή Φαίακες με επικεφαλής τους το Ναυσίθοο, απόγονο του Ποσειδώνα, όταν εγκαταλείψανε την πατρίδα τους Υπερεία που μαστιζόταν από τις… …   Dictionary of Greek

  • ενσχερώ — ἐνσχερώ (Α) επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ τού επιθ. σχερός. (Για το β συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)] …   Dictionary of Greek

  • επισχερώ — ἐπισχερώ (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.) 2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.) 3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”