σχερός — in a line masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχερός — (I) ὁ, Α (μόνον στη δοτ. και σε φρ.) «ἐν σχερῷ» με συνεχή αλληλοδιαδοχή, αδιάκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται μόνο στη δοτ. και έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα σχ τού ρ. ἔχω* (πρβλ. ἔσχον, σχέσθαι) με επίθημα ρός (πρβλ. κυδοός)]. (II)… … Dictionary of Greek
σχερῷ — σχερός in a line masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχερόν — σχερός in a line masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξερόν — ξερόν, τὸ (Α) η ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ξερόν με σημ. «ξηρά» μαρτυρείται στην Οδύσσεια και έχει συνδεθεί με το επίθ. ξηρός*. Το βραχύ φωνήεν τού ξερόν, συγκριτικά με το μακρό φωνήεν του ξηρός, έχει ερμηνευθεί είτε ως βράχυνση για μετρικές ανάγκες… … Dictionary of Greek
Amerias — (Greek: Ἀμερίας, 3rd century BC) was an ancient Macedonian lexicographer, known for his compilation of a Glossary entitled (Γλῶσσαι Glossai terms,words ). Αnother of his works was called Ῥιζοτομικός, Rhizotomikos (ῥίζα + τέμνειν rhiza + temnein,… … Wikipedia
Phéaciens — Ulysse à la cour d Alcinoos, par Francesco Hayez (1813 1815) Dans la mythologie grecque, les Phéaciens[1] (en grec ancien … Wikipédia en Français
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Σχερία — Το νησί των Φαιάκων, όπου κατά τον Όμηρο, είχε εξοκείλει ο Οδυσσέας. Κατά την παράδοση, είχαν κατοικήσει σ’ αυτή Φαίακες με επικεφαλής τους το Ναυσίθοο, απόγονο του Ποσειδώνα, όταν εγκαταλείψανε την πατρίδα τους Υπερεία που μαστιζόταν από τις… … Dictionary of Greek
ενσχερώ — ἐνσχερώ (Α) επίρρ. με σειρά, με τάξη («λάζοντο δὲ χερσὶν ἐρετμὰ ἐνσχερώ ἑζόμενοι», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη δοτ. εν σχερῴ τού επιθ. σχερός. (Για το β συνθετικό βλ. λ. επισχερώ)] … Dictionary of Greek
επισχερώ — ἐπισχερώ (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. σε μια σειρά, αλλεπάλληλα, ο ένας μετά τον άλλο («ἀκτὴν εἰσανέβαινον ἐπισχερώ», Ομ. Ιλ.) 2. (με χρον. σημ.) διαδοχικά, αμέσως κατόπιν («τρὶς ἐπισχερώ», Σιμων.) 3. σιγά σιγά, βαθμηδόν («ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες … Dictionary of Greek