- σχαστήρ
σχαστήρ, ῆρος, ὁ, die Stellfalle (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχαστήρ, ῆρος, ὁ, die Stellfalle (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχαστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ κρεμάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχάζω + επίθημα τήρ (πρβλ. βρασ τήρ)] … Dictionary of Greek
κατασχαστήρας — ο (Α κατασχαστήρ) [κατασχάζω] νεοελλ. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο χαράσσονταν στο δέρμα πολλές συγχρόνως μικρές εντομές για τοπικές αφαιμάξεις με βεντούζες αρχ. σχαστήρ*. κρεμάστρα … Dictionary of Greek