- σφῡρο-κόπος
σφῡρο-κόπος, mit dem Hammer schlagend, hämmernd, u. pass. mit verändertem Ton σφυρόκοπος, gehämmert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφῡρο-κόπος, mit dem Hammer schlagend, hämmernd, u. pass. mit verändertem Ton σφυρόκοπος, gehämmert.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιοκοπώ — καρδιοκοπῶ (Μ) οδύρομαι από τα βάθη τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
αγκυλοκοπώ — ἀγκυλοκοπῶ ( έω) (Μ) προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ κοπώ (βωλο κοπώ, σφυρο κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε κόπος] … Dictionary of Greek
θαλασσοκοπώ — θαλασσοκοπῶ, αττ. τ. θαλαττοκοπῶ, έω (Α) χτυπώ, δέρνω τη θάλασσα, ματαιολογώ, λέω άσκοπα και θορυβώδη λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
κυνοκοπώ — κυνοκοπῶ, έω (Α) ξυλοκοπώ κάποιον, δέρνω κάποιον σαν να ήταν σκυλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
πασσαλοκοπώ — έω, αττ. τ. πατταλοκοπώ, Α μπήγω πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
πλευροκοπώ — άω / πλευροκοπῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. επιτίθεμαι από τα πλευρά σε στρατιωτικό τμήμα ή σε οχυρωμένη θέση, προσβάλλω τα πλευρά στρατιωτικού σχηματισμού τού εχθρού αρχ. χτυπώ κάποιον στα πλευρά («πλευροκοπῶν δίχ ἀνερρήγνυ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
τενοντοκοπώ — έω, Α αποκεφαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τένων, οντος + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. σφυρο κοπῶ] … Dictionary of Greek