σφίδη — Α (κατά τον Ησύχ.) «χορδή». [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σφίδες] … Dictionary of Greek
σφίδες — Α (κατά τον Ησύχ.) «χορδαὶ μαγειρικαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σφίδες και σφίδη συνδέονται με το λατ. fides, is «χορδή» και αποτελούν πιθ. παράλληλα δάνεια από γλώσσα μη ινδοευρωπαϊκή] … Dictionary of Greek