σφάγιος

σφάγιος

σφάγιος, schlachtend, opfernd, überhaupt mordend, tödtend; μόρος, der Mord, Soph. Ant. 1277; ξίφη, Maneth. 1, 316; s. auch σφαγία u. σφάγιον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφάγιος — ία, ον, Α [σφαγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαγή 2. φονικός 3. (κατ επέκτ.) ολέθριος, θανατηφόρος («ἤ σφαγίοις ξίφεσιν δεδαϊγμένος ἤ πελέκεσσιν», Μαν.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαγία (κατά τον Ησύχ.) «σφαγία ἡ τῆς ιερουργίας ἡμέρα» 5. το …   Dictionary of Greek

  • σφάγιαι — σφάγιος slaying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάγι' — σφάγια , σφάγιον victim neut nom/voc/acc pl σφάγια , σφάγιος slaying neut nom/voc/acc pl σφάγιε , σφάγιος slaying masc voc sg σφάγιαι , σφάγιος slaying fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγία — σφαγίᾱ , σφάγιος slaying fem nom/voc/acc dual σφαγίᾱ , σφάγιος slaying fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγίας — σφαγίᾱς , σφάγιος slaying fem acc pl σφαγίᾱς , σφάγιος slaying fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγίων — σφάγιον victim neut gen pl σφάγιος slaying fem gen pl σφάγιος slaying masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφάγιον — victim neut nom/voc/acc sg σφάγιος slaying masc acc sg σφάγιος slaying neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • σφαγίαν — σφαγίᾱν , σφάγιος slaying fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγίοις — σφάγιον victim neut dat pl σφάγιος slaying masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγίου — σφάγιον victim neut gen sg σφάγιος slaying masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”