προς-δείδω

προς-δείδω

προς-δείδω (s. δείδω), noch dazu fürchten, προςδείσαντες D. Cass. 74, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δείδω — (Α) Ι. 1. φοβάμαι 2. ανησυχώ για κάποιον ή για κάτι («δέδια ἀμφὶ σαῑς τύχαις») 3. φοβάμαι μήπως συμβεί (ή μήπως έχει ήδη συμβεί) κάτι κακό (α. «δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε» φοβόμαστε μήπως δεν είσαστε σταθεροί θ. «δέδοιχ ὅπως μὴ... ἀναρρήξει κακά»… …   Dictionary of Greek

  • δειλός — ή, ό (AM δειλός, ή, όν) αυτός που κατέχεται από φόβο, που δεν έχει θάρρος, άτολμος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δειλά φοβισμένες ενέργειες 2. φρ. «κάλλιο δειλός παρά μακαρίτης» είναι προτιμότερο να φοβάται κανείς τον κίνδυνο και να σωθεί …   Dictionary of Greek

  • άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από …   Dictionary of Greek

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • δίεμαι — (Α) 1. φεύγω γρήγορα 2. φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρ. συγγενές προς το διώκω*. Εξαιρουμένου τού τ. δίε «φοβήθηκα», θεματ. αόρ. που συνδέεται μάλλον με τα δέδοικα, δείδω*, από μορφολογικής απόψεως δύο μόνο είναι οι μαρτυρούμενοι… …   Dictionary of Greek

  • δειδήμων — δειδήμων, ο, η (Α) πολύ δειλός, γεμάτος φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός και εκφραστικός ονοματικός τ. από το ρ. δείδω* σχηματίστηκε αναλογικά προς τα επίθετα σε ήμων (πρβλ. δαήμων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”