σφαδασμός

σφαδασμός

σφαδασμός, , das Zucken, Zappeln, jede heftige, bes. krampfhafte Bewegung des Körpers aus Schmerz, Unwillen, Ungeduld u. dgl., σφαδασμῶν τε καὶ ὀδυνῶν πλήρης Plat. Rep. IX, 579 e; VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφαδασμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδᾳσμός — spasm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδασμός — ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α [σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφαδάζω …   Dictionary of Greek

  • σφαδασμός — ο σπαρτάρισμα από πόνο, ψυχορράγημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαδασμοῖς — σφαδασμός masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδασμοῦ — σφαδασμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδασμῶν — σφαδασμός masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδᾳσμούς — σφαδᾳσμός spasm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδᾳσμῶν — σφαδᾳσμός spasm masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαδαϊσμός — και σφαδασμός, ο, Α βλ. σφαδασμός …   Dictionary of Greek

  • σπαρτάρισμα — το, Ν [σπαρταρίζω] βίαιο τίναγμα, σφαδασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”