- σφενδικίζω
σφενδικίζω, = σφενδονίζω, σφενδονάω, Luc, Pseudol. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφενδικίζω, = σφενδονίζω, σφενδονάω, Luc, Pseudol. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφενδικίζω — Α [σφενδόνη] ρίχνω με σφεντόνα … Dictionary of Greek
σφενδικίζειν — σφενδικίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)