- προς-αμιλλητήριος
προς-αμιλλητήριος, wetteifernd, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-αμιλλητήριος, wetteifernd, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αμιλλητήριος — ἁμιλλητήριος, α, ον (AM) [ἁμιλλητήρ] αυτός που είναι σχετικός με την άμιλλα ή ρέπει προς την άμιλλα, ο αγωνιστικός 2. φιλόνικος, εριστικός … Dictionary of Greek