- συᾱνία
συᾱνία, ἡ, dor. statt συηνία, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συᾱνία, ἡ, dor. statt συηνία, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συανία — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. συηνία … Dictionary of Greek
συηνία — και δωρ. τ. συανία, ἡ, Α βλ. ὑηνία … Dictionary of Greek
υηνία — ἡ, ΜΑ, και ὑηνεία Μ, και δωρ. τ. ὑανία και συανία και συηνία, Α κτηνώδης συμπεριφορά που οφείλεται στην έλλειψη μόρφωσης και γενικότερης καλλιέργειας 2. αποκτήνωση λόγω μέθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕηνος. Οι τ. με αρκτικό σ αναλογικά προς τον τ. σῦς*… … Dictionary of Greek