- συν-ώμοτος
συν-ώμοτος, durch einen Schwur vereinigt, verschworen, τὸ συνώμοτον, das Verschworene, das Bündniß, Thuc. 2, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ώμοτος, durch einen Schwur vereinigt, verschworen, τὸ συνώμοτον, das Verschworene, das Bündniß, Thuc. 2, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνώμοτος — ον, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνώμοτος, ον, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ συνώμοτον η συνωμοσία μσν. (για πράγμ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ένορκης συμφωνίας αρχ. 1. συνδεδεμένος με όρκο, δεσμευμένος με όρκο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυνώμοτον σύνδεσμος, ένωση που… … Dictionary of Greek
ψευδώμοτος — ον, Α (για όρκο) αυτός που δόθηκε ψεύτικα, εν γνώσει τού ορκιζομένου ότι λέει ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ώμοτος (< ὄμνυμι), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ώμοτος)] … Dictionary of Greek