συν-ώνυμος

συν-ώνυμος

συν-ώνυμος, von gleichem Namen; Aesch. Suppl. 190; Eur. Hec. 502; ποταμὸς τῇ πόλει, Pol. 9, 27, 5, u. öfter bei Sp.; adv., Pol. 3, 35, 11. Vgl. Arist. cat. 1, 3 ton. 6, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • -ώνυμος — η, ο / ώνυμος, ον, ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής (πρβλ. μεγαλ ώνυμος, μονώνυμος, πολύ ώνυμος) από το ὄνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Πολλοί τ. τού ουδ. έχουν ουσιαστικοποιηθεῑ (πρβλ. επ ώνυμο, παρώνυμο, ιδι ώνυμο, συν ώνυμο… …   Dictionary of Greek

  • κοπρώνυμος — Προσωνυμία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου Ε’ (718 775). Βλ. λ. Κωνσταντίνος, όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. * * * ο (Μ κοπρώνυμος) επίθετο που δόθηκε υβριστικά από τους εικονολάτρες στον εικονοκλάστη Βυζαντινό αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • μακαριωνυμία — η το να αποκαλείται κάποιος μακάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακάριος + ωνυμία (< ώνυμα < όνομα). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. επ ώνυμος, συν ώνυμος)] …   Dictionary of Greek

  • περιώνυμος — η, ο / περιώνυμος, ον ΝΜΑ εκείνος τού οποίου το όνομα είναι γνωστό παντού, ονομαστός, ξακουστός, περίφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ώνυμος)] …   Dictionary of Greek

  • συνώνυμος — η, ο / συνώνυμος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνώνυμος, ον, Α 1. αυτός που έχει το ίδιο όνομα με άλλον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συνώνυμα α) λέξεις που διαφέρουν μορφολογικώς αλλά έχουν την ίδια ή παραπλήσια σημασία, όπως λ.χ. θύρα και πόρτα, θέλω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”