- συν-ήλικος
συν-ήλικος, = συνῆλιξ, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ήλικος, = συνῆλιξ, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνήλικος — ον, Μ συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ήλικος (< ἧλιξ, ικος «ίσος, συνομήλικος»), πρβλ. ἰσ ήλικος] … Dictionary of Greek
συνομήλικας — ο / συνομῆλιξ, ήλικος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. συνομήλιξ, ικος, Ν, και δωρ. τ. συνομᾱλιξ, άλικος, ὁ, ἡ, Α συνομίληκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμῆλιξ «συνομήλικος»] … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия