- συν-ήκοος
συν-ήκοος, mithörend; τῶν λόγων, Plat. Legg. IV, 711 e; τῷ κορυφαίῳ, im Stande den Chorführer mitzuhören, Plut. Symp. 5, 5, 1, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ήκοος, mithörend; τῶν λόγων, Plat. Legg. IV, 711 e; τῷ κορυφαίῳ, im Stande den Chorführer mitzuhören, Plut. Symp. 5, 5, 1, u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνήκοος — και συνάκοος, ον, Α 1. αυτός που ακούει κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηκοος (< ἀκούω), πρβλ. κατ ήκοος, ὑπ ήκοος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω… … Dictionary of Greek