συλλήγω

συλλήγω

συλλήγω, zugleich beruhigen oder aufhören lassen; auch intrans., zugleich aufhören, συλλήξας ὁλκάδι Iul. Aeg. 46 (VII, 585).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συλλήγω — Α 1. τελειώνω ταυτόχρονα, πεθαίνω ενώ συμβαίνει κάτι 2. γραμμ. έχω την ίδια κατάληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λήγω «τελειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συλλῆξαι — συλλήγω come to an end together aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλήγουσαι — συλλήγω come to an end together pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλήξαιεν — συλλήγω come to an end together aor opt act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέληγεν — συλλήγω come to an end together imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… …   Dictionary of Greek

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συλλήξας — συλλήξᾱς , συλλήγω come to an end together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συλλήξονται — συλλαγχάνω to be joined by lot with fut ind mid 3rd pl συλλήγω come to an end together fut ind mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”