συλ-λέγω

συλ-λέγω

συλ-λέγω (s. λέγω), zusammenlesen, sammeln; συλλέξας (τὰ κτέατα), Il. 18, 301; u. med., ὅπλα τε πάντα λάρνακ' ἐς ἀργυρέην συλλέξατο, 18, 413; ἑταίρους αἶψ' ἐϑελοντῆρας συλλέξομαι, Od. 2, 292, ich werde mir freiwillige Genossen zusammenrufen; ἐγχωρίους, Eur. I. T. 303; ξύλα, Soph. frg. 218; auch συλλέξαι σϑένος, wie wir »Kräfte sammeln«, Eur. Phoen. 857; Her. 1, 68. 93; u. von Personen 7, 8, 1. – Pass. mit dem aor. συνελέγην, sich versammeln, zusammenkommen; Her. 1, 81. 7, 8, 1. 9, 45. 50; Ar. Vesp. 1107 Plut. 503; Thuc. 2, 18. 6, 9 u. öfter. – Bes. Soldaten werben, Xen. oft, An. 6, 1, 6; auch sich verschaffen, aneignen, συνελέγετο αὐτῷ ἡ πολυλογία, Cyr., 4, 3; εἰς ταὐτὸ συλλέγεσϑαι τούτοις, Plat. Legg. XII, 961 a; συλλεγόμενοι εἰς τὸ δικαστήριον, Phaed. 59 d; πρὸς τὸ ἱερόν, Legg. VI, 784 a; für sich sammeln, βίον, XI, 936 c; übertr., ἐκ τῆς ἀσϑενείας ἐμαυτὸν συνείλεγμαι, Ax. 370 e, wie wir »sich sammeln, fassen«. – Der aor. συλλεχϑέντες steht Ar. Lys. 526 Plat. Legg. VI, 784 a u. bei Her.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Augment — Dans le domaine indo européen, l’augment est un élargissement gauche du radical des verbes qui va de pair avec des désinences personnelles et s’utilisant pour les temps du passé de l’indicatif en grec ancien et moderne (à moins qu il ne s agisse… …   Wikipédia en Français

  • θρησκολέκτης — θρησκολέκτης, ὁ (Μ) ο ιεροκήρυκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. δικο λέκτης, συλ λέκτης) …   Dictionary of Greek

  • θρυλλολέκτης — θρυλλολέκτης, ὁ (Μ) ο φλύαρος, αυτός που λέγει λόγια χωρίς ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύλλος + λέκτης (< λέγω), πρβλ. συλ λέκτης, χρυσ εκ λέκτης] …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • λογή — λογή, ἡ (Α) υπολογισμός, προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λογ (ετεροιωμένη βαθμίδα τού θέμ. λέγ τού λέγω) σχηματισμένο πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε λογή (πρβλ. δια λογή, συλ λογή)] …   Dictionary of Greek

  • περιλογή — ἡ, Μ συνδιάσκεψη για προπαρασκευή συνθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λογή (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. συλ λογή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”