συλ-λαμβάνω

συλ-λαμβάνω

συλ-λαμβάνω (s. λαμβάνω), zusammennehmen, zusammenfassen; ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἶπεν, Her. 3, 82; πᾶν συλλαβὼν εἴρηκας, 7, 16, 3; κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί, Soph. Ai. 303; – τὸ στόμα καὶ τοὺς ὀφϑαλμούς, einem Todten Mund und Augen zudrücken, Plat. Phaed. 118 c; – umfassen, zusammenbringen, z. B. zersprengte Krieger wieder sammeln, Her. 5, 46; εἰς ἓν πάντα συλλαβών, Plat. Soph. 234 b; ἁπάσας τὰς δυνάμεις συλλαβοῠσα ὑφ' αὑτῇ ἔχει, Gorg. 456 a; – ergreifen, fassen; συλλαβὼν τέρας, Pind. Ol. 13, 73; συλλαβὼν ἔμπρησον, Soph. Phil. 788; συλλάβετέ γ' αὐτόν, 991; auch ἔκπλει σεαυτὸν συλλαβὼν ἐκ τῆςδε γῆς, 573; οὐχὶ συλλήψεσϑ' ἄγραν; Eur. Or. 1346; gefangen nehmen, μέλλων συλληφϑήσεσϑαι, Thuc. 1, 134; Xen. Cyr. 8, 8, 6 An. 1, 1, 3 u. öfter; τὸν πολιτικὸν οὐδαμοῦ συνελάβομεν, ἀλλ' ἡμᾶς ἔλαϑεν ἐκφυγών, Plat. Polit. 275 d, vgl. Lach. 194 b; – empfangen, schwanger werden, Sp., wie Plut. de vit. aer. al. 4. – Uebertr. = mit den Sinnen auffassen u. mit dem Verstande begreifen, vernehmen, verstehen, τὸ ῥηϑέν, τὴν φωνήν, τὸν λόγον, τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν, τὸ ϑεοπρόπιον, Her. 1, 91. 2, 49. 56. 3, 64. 4, 114; Plat. Soph. 218 c u. öfter, u. Folgde; – mit Einem eine Sache anfassen, τινί, Her. 6, 125, vgl. 7, 6; τινί τινος, Ar. Ran. 441; mit Hand anlegen, be i ste hen, helfen, συλλάβοι δ' ἐνδίκως παῖς ὁ Μαίας, Aesch. Ch. 799; οὐδ' ὅςτις νόσου κάμνοντι συλλάβοιτο, Soph. Phil. 282, wo Buttmann nicht νόσον zu ändern brauchte; vgl. σύλλαβε μόχϑων Eur. H. A. 160; συλλήψομαι τοῦδέ σοι κἀγὼ πόνου, Med. 946; συλλαμβάνειν τινί, Her. 6, 125, vgl. 7, 6; τινὶ τοῦ πράγματος, Ar. Vesp. 734 u. öfter; ἡ τύχη συλλαμβάνει ἡμῖν, Isocr. 1, 3; Xen. Cyr. 2, 5, 49 Mem. 2, 6, 37; εἴς τι, zu Etwas behülflich sein, Cyr. 1, 6, 25; Plat. Legg. X, 905 c; gewöhnlicher ist in dieser Bdtg das med., Her. 3, 49; ξυνελάβοντο τοῦ τοιούτου οὐχ ἥκιστα οἱ στρατηγοί, Thuc. 4, 47, u. öfter; Xen. Ages. 2, 30; οἷς ἂν συλλάβηται τῆς συνουσίας ἡ τοῠ δαιμονίου δύναμις, Plat. Theag. 129 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • ευσύλληπτος — εὐσύλληπτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που γίνεται εύκολα κατανοητός 2. (για την αναπαραγωγή) αυτός που συλλαμβάνει εύκολα το σπέρμα αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσύλληπτον η ευκολία στη σύλληψη, η εύκολη γονιμοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συλ ληπτος (< συλ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”