- προς-δικάζω
προς-δικάζω, als Richter zusprechen, zuerkennen, τινί, D. Hal. 11, 52; im pass. Dem. 37, 32, αὐτὸς δυοῖν ταλάντοιν προςδικάζεται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-δικάζω, als Richter zusprechen, zuerkennen, τινί, D. Hal. 11, 52; im pass. Dem. 37, 32, αὐτὸς δυοῖν ταλάντοιν προςδικάζεται.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
διαδικάζω — (Α) 1. ως δικαστής εκφέρω κρίση σε κάποια υπόθεση 2. (με αιτ. πράγματος) συμβιβάζω 3. (στην Αθήνα για ναυτικές υποθέσεις) ενεργώ έρευνα ή ανακρίσεις 4. μέσ. διαφιλονικώ δικαστικώς, έρχομαι σε αντιδικία προς κάποιον 5. υποβάλλω σε δίκη τον εαυτό… … Dictionary of Greek
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek
προκαθίζω — και ιων. τ. προκατίζω Α 1. (για πουλιά) πετώ λίγο προς τα εμπρός και έπειτα κάθομαι («κλαγγηδὸν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κάθομαι ενώπιον τού δήμου και δικάζω («ἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε», Ηρόδ.) 3. προΐσταμαι, προεδρεύω 4.… … Dictionary of Greek