συν-αΐδιος

συν-αΐδιος

συν-αΐδιος, mit ewig, K. S.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συναΐδιος — ον, ΜΑ αυτός που είναι μαζί με άλλον αιώνιος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «συναΐδιος συνυπάρχων». επίρρ... συναϊδίως ΜΑ με τρόπο που δείχνει αιωνιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀΐδιος «αιώνιος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”