- συν-νήχομαι
συν-νήχομαι, mit od. zugleich schwimmen; Ar. Eccl. 1104; Luc. V. H. 1, 33; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-νήχομαι, mit od. zugleich schwimmen; Ar. Eccl. 1104; Luc. V. H. 1, 33; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συννήχομαι — ΜΑ κολυμπώ μαζί με άλλον (α. «συνέπαιζε γὰρ αὐτῷ καὶ συνενήχετο καθ ἡμέραν», Πλούτ. β. «θαλάττιοι γεγόναμεν και συννηχόμεθα τῷ θηρίῳ», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νήχομαι «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek