συν-έκ-τροφος

συν-έκ-τροφος

συν-έκ-τροφος, mit, zugleich, zusammen aufgezogen, Maccab., zw.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηρότροφος — θηρότροφος, ον (Α) αυτός που τρέφεται από τη σάρκα θηρίων, αυτός που έχει ως τροφή άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + τροφος (< τρέφω), πρβλ. λευκό τροφος, σύν τροφος] …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”