- συν-έταιρος
συν-έταιρος, ὁ, Mitgesell, Genosse, Kamerad; Her. 7, 193; Anacr. 53, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-έταιρος, ὁ, Mitgesell, Genosse, Kamerad; Her. 7, 193; Anacr. 53, 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek
συνέταιρος — ο, η / συνέταιρος, ΝΜΑ, και συνεταίρος Ν, θηλ. συνεταιρίς, ίδος, Α νεοελλ. 1. μέτοχος εταιρείας, μέτοχος σε κοινή επιχείρηση 2. φρ. «συνέταιρος στα κέρδη» μέτοχος χωρίς κεφάλαιο που προσφέρει προσωπική εργασία στην εταιρεία μσν. αρχ. σύντροφος,… … Dictionary of Greek
συνεταίρα — ἡ, Μ φίλη, συντρόφισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἑταίρος / ἑταίρα «φίλος, σύντροφος»] … Dictionary of Greek
ερίηρος — ἐρίηρος, ον, πληθ. ετερόκλ. ερίηρες) (Α) (συν. ως επίθ. τού εταίρος) στενά συνδεδεμένος, προσφιλής («ἐρίηρος έταῑρος» πιστός, αφοσιωμένος, αγαπητός φίλος, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + ήρα «χάρη». Στη Μυκηναϊκή μαρτυρείται πιθ. ένα… … Dictionary of Greek
σύννομος — (I) και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, ον, Α 1. (για ζώα) αυτός που βόσκει μαζί με άλλα, που ζει κατά αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ ἐσορῶν», Θεόκρ. β. «ὁ δὲ ταῡρος, ὅταν ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, τότε γίνεται σύννομος», Αριστοτ.) 2. αυτός που ζει με … Dictionary of Greek
συγκελλάριος — ὁ, Α (για μονομάχους) αυτός που ζει στην ίδια σκηνή με άλλον, σύντροφος, εταίρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κέλλα «δωμάτιο μοναστηριού, κελλί μοναχού» + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek
συγκοινωνός — όν, το αρσ. και το θηλ. και ως ουσ. συγκοινωνός, ό, ἡ, Α 1. αυτός που μετέχει σε κάτι μαζί με άλλον 2. ως ουσ. εταίρος, σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κοινωνός «μέτοχος, σύντροφος»] … Dictionary of Greek
σός — ή, όν, ΜΑ, και δωρ. τ. τεός, ή, όν, και βοιωτ. τ. αρσ. τιός και τ. ουδ. σούν, Α (κτητ. αντων. β προσ.) αυτός που ανήκει σε σένα, δικός σου («σὸς ἑταῑρος», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που είναι για σένα ή από σένα (α. «εὐνοίᾳ... τῇ σῇ», Πλάτ. β. «σός τε… … Dictionary of Greek
σύζυγος — ο, η / σύζυγος, ον, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα 2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι το ανδρόγυνο αρχ. 1. ως επίθ. α) ο… … Dictionary of Greek
σύμβιος — ον, θηλ. και ία, Α 1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον άλλο («προσφιλῆ ἀλλήλοις καὶ σύμβια», Θεόφρ.) 2. ως ουσ. α) σύντροφος, εταίρος β) σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βιος (< βίος), πρβλ. έμ βιος] … Dictionary of Greek