- συν-έργω
συν-έργω, att. = συνείργω (w. m. s.), zusammensperren; οὐ ξυνέρξεϑ' ὡς τάχος, Soph. Ai. 590, Schol. ἀποκλείσετε; überh. verbinden, συνέρξας Plat. Tim. 54 c, Rep. V, 461 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-έργω, att. = συνείργω (w. m. s.), zusammensperren; οὐ ξυνέρξεϑ' ὡς τάχος, Soph. Ai. 590, Schol. ἀποκλείσετε; überh. verbinden, συνέρξας Plat. Tim. 54 c, Rep. V, 461 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λοξοεργώ — λοξοεργῶ, έω (Μ) εργάζομαι λοξά ή κάνω κακές πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + εργῶ (< εργός < ἔργον), πρβλ. λιν εργώ, συν εργώ] … Dictionary of Greek
θεοσυνέργητος — θεοσυνέργητος, ον (Μ) αυτός που υπάρχει με τη βοήθεια τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + συν εργώ] … Dictionary of Greek
συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… … Dictionary of Greek
Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… … Wikipédia en Français
Demotic Greek — Not to be confused with Demotic (Egyptian). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) Mycenaean … Wikipedia
παράγω — ΝΜΑ 1. δίνω ύπαρξη σε κάτι, γεννώ, δημιουργώ, φτειάχνω 2. γραμμ. (το ενεργ. και συν. το μέσ.) (για λέξη) σχηματίζω ή σχηματίζομαι με την προσθήκη κατάληξης ή με την παρεμβολή προσφύματος («το ουσιαστικό λόγος παράγεται από το ρήμα λέγω») νεοελλ.… … Dictionary of Greek
Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… … Dictionary of Greek