- συν-έρπω
συν-έρπω, mit, zugleich, zusammen kriechen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-έρπω, mit, zugleich, zusammen kriechen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνέρπει — σύν ἕρπω serpo) pres ind mp 2nd sg σύν ἕρπω serpo) pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέρπειν — σύν ἕρπω serpo) pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek