- συν-άγχη
συν-άγχη, ἡ, Entzündung der innern Muskeln des Schlundes, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-άγχη, ἡ, Entzündung der innern Muskeln des Schlundes, Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνάγχη — η, ΝΜΑ είδος καταρροϊκής φλεγμονής τής μύτης ή τού φάρυγγα, ρινικός κατάρρους, το συνάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν άγχη, στηθ άγχη] … Dictionary of Greek