- συν-άγρυπνος
συν-άγρυπνος, mitschlaflos, mitwachend, Nonn. D. 9, 266.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-άγρυπνος, mitschlaflos, mitwachend, Nonn. D. 9, 266.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγγρηγορώ — έω, Μ βρίσκομαι σε εγρήγορση, αγρυπνώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γρηγορῶ «μένω άγρυπνος, φρουρώ»] … Dictionary of Greek
συννυκτερεύω — Α διανυκτερεύω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νυκτερεύω «περνώ τη νύχτα άγρυπνος»] … Dictionary of Greek