- συν-άρθμιος
συν-άρθμιος, das verstärkte ἄρϑμιος, Opp. Hal. 5, 424.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-άρθμιος, das verstärkte ἄρϑμιος, Opp. Hal. 5, 424.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνάρθμιος — ον, θηλ. και συναρθμία, Α (ποιητ. τ.) πολύ φίλος, πολύ ταιριαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄρθμιος«ενωμένος, συνδεδεμένος» (< ἀρθμός «ένωση, φιλία»)] … Dictionary of Greek