- συν-ομῑλήτρια
συν-ομῑλήτρια, ἡ, Gesellschafterinn, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ομῑλήτρια, ἡ, Gesellschafterinn, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομιλητής — ο, θηλ. ομιλήτρια (ΑΜ ὁμιλητής, θηλ. ὁμιλήτρια) [ομιλώ] νεοελλ. πρόσωπο που ομιλεί για κάποιο θέμα, συν. σε συγκέντρωση, αγορητής μσν. αρχ. ακροατής, μαθητής («ἀλλὰ Κρίτων τε Σωκράτους ἦν ὁμιλητής», Ξεν.) αρχ. 1. διδάσκαλος, κήρυκας 2. αυτός που… … Dictionary of Greek