- συν-οίμιος
συν-οίμιος, zusammenstimmend, mit Etwas, wie σύμφωνος, ὕμνος φόρμιγγι Ap. Rh. 2, 161.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-οίμιος, zusammenstimmend, mit Etwas, wie σύμφωνος, ὕμνος φόρμιγγι Ap. Rh. 2, 161.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνοίμιος — ον, Α 1. αυτός που συνοδεύει το άσμα κάποιου («Ὀρφείη φόρμιγγι συνοίμιον ὕμνον ἀείδειν», Απολλ. Ρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνοίμιον προοίμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οίμιος (< οἴμη «τραγούδι, ωδή»), πρβλ. προ οίμιον] … Dictionary of Greek