- συν-θάπτω
συν-θάπτω (s. ϑάπτω), mit, zugloich, zusammen begraben; Soph. Ai. 1357; Aesch. Spt. 1018; Eur. Phoen. 1652 Alc. 147; pass., Her. 5, 5; Thuc. 1, 8; Is. 8, 25; Plat. Legg. X, 909 c; Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-θάπτω (s. ϑάπτω), mit, zugloich, zusammen begraben; Soph. Ai. 1357; Aesch. Spt. 1018; Eur. Phoen. 1652 Alc. 147; pass., Her. 5, 5; Thuc. 1, 8; Is. 8, 25; Plat. Legg. X, 909 c; Sp., wie Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομόταφος — ὁμόταφος, ον (Α) αυτός που έχει ταφεί μαζί με άλλον, ο θαμμένος μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. σύν ταφος] … Dictionary of Greek
συνταυρόταφος — ὁ, A αυτός που θάβει ταύρους με τη βοήθεια άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταῦρος + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. κριό ταφος] … Dictionary of Greek
σύνταφος — και αττ. τ. ξύνταφος, ον Α αυτός που είναι θαμμένος στον ίδιο τάφο με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταφος (< θ. ταφ τού θάπτω, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ τάφ ην), πρβλ. ἀπό ταφος] … Dictionary of Greek