- συν-ολκή
συν-ολκή, ἡ, das Zusammenziehen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ολκή, ἡ, das Zusammenziehen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύνολκος — ον, A συνεσταλμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα συν ολκ τού θ. συν ελκ τού ρ. συνέλκω «συστέλλω, μαζεύω» (πρβλ. συν ολκή)] … Dictionary of Greek