- συν-ολισθαίνω
συν-ολισθαίνω (s. ὀλισϑαίνω), mit, zugleich, zusammen gleiten, fallen; Strab.; Plut. Pericl. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ολισθαίνω (s. ὀλισϑαίνω), mit, zugleich, zusammen gleiten, fallen; Strab.; Plut. Pericl. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνολισθάνω — και συνολισθαίνω Α 1. γλιστρώ και πέφτω μαζί 2. γλιστρώ μαζί με αυτό πάνω στο οποίο βρίσκομαι («συνολισθαίνει διὰ τῆς ἕδρας», Διόσκ.) 3. μτφ. παρασύρομαι μαζί με κάποιον («οὐ δεῑ συνολισθαίνειν αὐτοῑς παραβαίνουσιν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν *… … Dictionary of Greek
συμπαρολισθαίνω — Α ολισθαίνω συγχρόνως («τῶν ὑγρῶν καὶ τῶν τοῑς ὑγροῑς συμπαρολισθαινόντων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρολισθαίνω «γλιστρώ πλαγίως, κρυφά»] … Dictionary of Greek