- συν-θηρεύω
συν-θηρεύω, = συνϑηράω, Plat. Rep. V, 451 d; im med., Ar. Th. 156; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-θηρεύω, = συνϑηράω, Plat. Rep. V, 451 d; im med., Ar. Th. 156; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνθηρεύω — και αττ. τ. ξυνθηρεύω Α 1. κυνηγώ μαζί με κάποιον άλλο 2. συλλέγω, συναθροίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο 3. μτφ. αποκτώ κάτι μετά από προσπάθειες που καταβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θηρεύω «κυνηγώ, συλλαμβάνω, επιδιώκω» (< θήρ «θηρίο»)] … Dictionary of Greek