- συν-οικεσία
συν-οικεσία, ἡ, = συνοίκησις, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-οικεσία, ἡ, = συνοίκησις, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατοικέσια — και κατοικήσια, τὰ (Α) (ενν. ιερά) ετήσια γιορτή για την επέτειο ίδρυσης αποικίας σ έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οικέσια (< οἰκέσια πληθ. τού οἰκέσιον < θ. οικέτ τού οἰκέτ ης με συριστικοποίηση τού τ + κατάλ. ιον), πρβλ. μετ οικέσιον … Dictionary of Greek