- συν-οικτίζω
συν-οικτίζω, bemitleiden, τινά, Xen. Cyr. 4, 6, 5. Auch intr., Mitleid zeigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-οικτίζω, bemitleiden, τινά, Xen. Cyr. 4, 6, 5. Auch intr., Mitleid zeigen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνοικτίζω — A νιώθω και εγώ οίκτο για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἰκτίζω «αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, οικτίρω» (< οἶκτος)] … Dictionary of Greek