συν-οξύνω

συν-οξύνω

συν-οξύνω, mit, zugleich scharf oder spitz machen, κέντρων συνωξυσμένων Pol. 6, 22, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνωξυσμένον — σύν ὀξύνω Acut. (Sp.) perf part mp masc acc sg σύν ὀξύνω Acut. (Sp.) perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωξύνθη — σύν ὀξύνω Acut. (Sp.) aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεπιθήγω — Α οξύνω περισσότερο μαζί με κάποιον («τῆς ψυχῆς τὸ μαντικὸν... δεῑται τοῡ συνεξαπτοντος καὶ συνεπιθήγοντος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιθήγω «ακονίζω, οξύνω περισσότερο»] …   Dictionary of Greek

  • συνθήγω — Α 1. οξύνω, ακονίζω κάτι μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο 2. παθ. συνθήγομαι μτφ. εξοργίζομαι («ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θήγω «οξύνω, ακονίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”