- συν-ορμάς
συν-ορμάς, άδος, ἡ, = συνδρομάς, Simonid. bei Schol. Eur. Med. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ορμάς, άδος, ἡ, = συνδρομάς, Simonid. bei Schol. Eur. Med. 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σατύριο — το / σατύριον, ΝΑ [Σάτυρος] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη, με 120 περίπου είδη, τα οποία απαντούν κυρίως στην τροπική και στη νότια Αφρική αρχ. 1. είδος αφροδισιακού… … Dictionary of Greek