- συν-οπᾱων
συν-οπᾱων, ὁ, ἡ, = συνοπαδός; Ep. (App. 177); Orph. H. 31, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-οπᾱων, ὁ, ἡ, = συνοπαδός; Ep. (App. 177); Orph. H. 31, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνοπάων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) συνοπαδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀπάων «σύντροφος, οπαδός»] … Dictionary of Greek