- συν-νέφω
συν-νέφω, = συννεφέω; Suid. führt aus Ar. συννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ an; διὰ τί συννένοφε, finster aussehn, D. Cass. 55, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-νέφω, = συννεφέω; Suid. führt aus Ar. συννένοφε καὶ χειμέρια βροντᾷ an; διὰ τί συννένοφε, finster aussehn, D. Cass. 55, 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.