συν-αλήθω, = συναλέω, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συναλήθω — Α αλέθω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀλήθω, μτγν. τ. τού ἀλῶ «αλέθω»] … Dictionary of Greek