- συμ-βλής
συμ-βλής, ῆτος, ὁ, ἡ, zusammengeworfen, zusammenschlagend, Orph. Arg. 683.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμ-βλής, ῆτος, ὁ, ἡ, zusammengeworfen, zusammenschlagend, Orph. Arg. 683.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταβλής — καταβλής, ῆτος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μοχλός τής πόρτας, μάνταλο, σύρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βλής (βλής < θ. βλη , πρβλ. ἐ βλή θην, αόρ. τού βάλλω), πρβλ. παρα βλής, συμ βλής] … Dictionary of Greek