- συν-αλίσκομαι
συν-αλίσκομαι (s. ἁλίσκομαι), mit oder zugleich gefangen wcrden, Plut. Dio et Brut. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αλίσκομαι (s. ἁλίσκομαι), mit oder zugleich gefangen wcrden, Plut. Dio et Brut. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνηλωκότες — σύν ἁλίσκομαι to be taken perf part act masc nom/voc pl σύν ἀλόω perf part act masc nom/voc pl (attic epic doric ionic aeolic) σύν ἡλόω sharpen perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλισκομένους — σύν ἁλίσκομαι to be taken pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλισκόμενοι — σύν ἁλίσκομαι to be taken pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλούς — σύν ἁλίσκομαι to be taken aor part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλίσκεται — σύν ἁλίσκομαι to be taken pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλίσκονται — σύν ἁλίσκομαι to be taken pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλῶναι — σύν ἁλίσκομαι to be taken aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλόντας — σύν ἁλίσκομαι to be taken aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηλίσκετο — σύν ἁλίσκομαι to be taken imperf ind mp 3rd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλίσκομαι — Α 1. αιχμαλωτίζομαι μαζί με άλλους 2. (για ψάρια ή ζώα) πιάνομαι στο δίχτυ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλίσκομαι «αιχμαλωτίζομαι, συλλαμβάνομαι»] … Dictionary of Greek
συνεαλωκότων — συνεᾱλωκότων , σύν ἁλίσκομαι to be taken perf part act masc/neut gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)