- συν-αλοάω
συν-αλοάω, poet. συναλοιάω, mit od. zusammen dreschen, zerschlagen; συνηλοίησε παρήϊα, Theocr. 22, 128; Opp. Cyn. 1, 268.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αλοάω, poet. συναλοιάω, mit od. zusammen dreschen, zerschlagen; συνηλοίησε παρήϊα, Theocr. 22, 128; Opp. Cyn. 1, 268.
http://www.zeno.org/Pape-1880.