- συν-αλοιφή
συν-αλοιφή, ἡ, Zusammenschmelzung, Vereinigung. Bes. bei den Gramm. die Vereinigung zweier Sylben in eine durch Synäresis, Krasis oder Elision; Draco p. 157 nimmt 7 Arten der συναλοιφή an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-αλοιφή, ἡ, Zusammenschmelzung, Vereinigung. Bes. bei den Gramm. die Vereinigung zweier Sylben in eine durch Synäresis, Krasis oder Elision; Draco p. 157 nimmt 7 Arten der συναλοιφή an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek