- συμ-βλητός
συμ-βλητός, verglichen, vergleichbar; Theocr. 5, 92; Arist. pol. 3, 13; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συμ-βλητός, verglichen, vergleichbar; Theocr. 5, 92; Arist. pol. 3, 13; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευσύμβλητος — εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, ον (Α) αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ οὐκέτ εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ βλητός (< συμβάλλω)] … Dictionary of Greek