- συν-νομεύς
συν-νομεύς, έως, ὁ, Mithirte, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-νομεύς, έως, ὁ, Mithirte, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συννομεύς — έως, ὁ, Α βοσκός μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νομεύς«βοσκός] … Dictionary of Greek
νομέας — (I) ο (Α νομεύς, έως και μτγν τ. νομέας, ου, επικ. γεν. νομῆος) ποιμένας, βοσκός νεοελλ. 1. (νομ.) το υποκείμενο τής νομής, εκείνος που ασκεί φυσική εξουσία επί πράγματος «διανοίᾳ κυρίου», δηλαδή θέλοντας να έχει το πράγμα δικό του 2. συν. στον… … Dictionary of Greek